Ποιό είδος Γκαζόν να διαλέξω;

όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε

πράσινο και αφράτο γκαζόν

Σίγουρα κάποιος άνθρωπος που δεν είναι σχετικός με το χώρο μπορεί να αντιλαμβάνεται το γκαζόν ως ένα φυτικό είδος. Παρόλα αυτά, με τον όρο γκαζόν μπορεί να εννοούμε περισσότερα από 15 διακριτά και εντελώς διαφορετικά είδη, τα οποία μπορεί να τοποθετηθούν σε χιλιάδες συνδυασμούς σε μίγματα με διαφορετικές αναλογίες, έτσι ώστε να μας δώσουν το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Κάθε είδος έχει τα θετικά και τα αρνητικά του, έχει περιοχές και περιόδους που αποδίδει πολύ καλά αλλά και παράγοντες που μπορεί να το καταπονούν και να το καθιστούν ακατάλληλο (πχ. η αλατότητα του νερού ποτίσματος σε παραθαλάσσιες περιοχές ή η σκιά). Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τα υπέρ και τα κατά του κάθε είδους και το κατά πόσο μπορεί να ταιριάξει με τα μοναδικά χαρακτηριστικά του οικοπέδου στο οποίο σκοπεύουμε να δημιουργήσουμε το χλοοτάπητά μας. 

Τα είδη λοιπόν που θα αποτελέσουν το αγαπημένο σε όλους γκαζόν ή χλοοτάπητα θα πρέπει να επιλέγονται μετά από εκτενή έρευνα με βάση τις κλιματικές και εδαφολογικές συνθήκες της περιοχής που θέλουμε να το εγκαταστήσουμε, την χρήση που θα έχει, τις προτιμήσεις μας καθώς και την διαθεσιμότητα χρόνου και πόρων (π.χ. νερό) που έχουμε για να το συντηρήσουμε.

Ανάλογα με τις απαιτούμενες κλιματικές συνθήκες, τα περισσότερα είδη κατάλληλα για γκαζόν χωρίζονται σε ψυχρόφιλα και θερμόφιλα.

Ψυχρόφιλα είδη

Πόα (Kentucky bluegrass) Poa pratensis: Το πιο διαδεδομένο είδος για γκαζόν σε ψυχρότερα κλίματα. Χρησιμοποιείται συχνά σε μίγματα, ιδιαίτερα σε χώρους με έντονη χρήση-πάτημα (πχ γήπεδα). Ως μονοκαλλιέργεια, χρειάζεται άφθονο ήλιο για να αναπτυχθεί αλλά σε συνδυασμό με την φεστούκα μπορεί να σπαρεί και σε πιο σκιερά μέρη. Παρουσιάζει σχετική ανθεκτικότητα στην ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες. Είναι από τα πιο ανθεκτικά είδη σε χαμηλές θερμοκρασίες.

Αγρώστης ο κοινός (common bent) Agrostis capillaris: Είναι αυτόχθονο είδος της Ευρώπης που συναντάται σε μεγάλη ποικιλία εδαφών. Είναι ανθεκτικό τόσο στην έλλειψη όσο και στην περίσσεια νερού, στην αλατότητα και στην οξύτητα. Δημιουργεί ένα φυσικό γκαζόν στην ύπαιθρο και έχει την ικανότητα να επικρατεί των υπόλοιπων ειδών. Ως είδος γκαζόν έχει ευρεία χρήση καθώς ανταποκρίνεται καλά στην κοπή (πρέπει όμως να γίνεται σχετικά συχνά), την βόσκηση και τις χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν συνδυάζεται με άλλα είδη σε μίγματα. Χρησιμοποιείται στο εξωτερικό κατά κόρον σε γήπεδα golf. 

Φεστούκα. Έχει πολλά είδη και ποικιλίες που χρησιμοποιούνται ως γκαζόν με τα σημαντικότερα να είναι η Festuca arundinacea και η Festuca rubra.  Η υψηλή ανθεκτικότητά της στην ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες την έχουν καταστήσει πολύ δημοφιλή στη χώρα μας. Ακόμα, η ιδιότητά της να παραμένει πράσινη όλο τον χρόνο, έχει αυξήσει ακόμα περισσότερο τη χρήση της. Είναι γνωστή για την προσαρμοστικότητά της σε μεγάλη ποικιλία κλιματολογικών συνθηκών και συναντάται σχεδόν σε όλο το βόρειο ημισφαίριο. Έχει μέτρια έως χαμηλή αντοχή στο πάτημα και την σκιά. Τέλος, έχει ικανότητα ταχείας εγκατάστασης και ευημερεί σε ηλιόλουστα μέρη, όμως λόγω της τραχύτητας του φυλλώματος, δημιουργεί μέτριας ποιότητας χλοοτάπητες. 

Λόλιουμ (ryegrass), Lolium perenne: Ως συγγενικό είδος με την φεστούκα, το λόλιουμ συναντάται σε όλες σχεδόν τις ηπείρους, με πολλά είδη του γένους να θεωρούνται ζιζάνια. Είναι πολυετές είδος με γρήγορη ανάπτυξη και όμορφο φωτεινό πράσινο χρώμα. Χρησιμοποιείται σε χλοοτάπητες ως επανασπορά μετά από θερμόφιλα είδη, έχει καλή αντοχή στο πάτημα αλλά μέτρια αναβλαστική ικανότητα. Το λόλιουλ προτιμάει τα ψυχρά κλίματα και ξεχωρίζει για την ανθεκτικότητά του σε ασθένειες. Μπορεί να σπαρεί σε μίγμα με τριφύλλι, ενώ χρησιμοποιείται κατά κόρον στα πιο δημοφιλή μίγματα που χρησιμοποιούνται στη χώρα μας. 

Θερμόφιλα είδη

Αναπτύσσονται σε περιοχές με ήπιο κλίμα καθώς απαιτούν θερμοκρασίες υψηλότερες των 10-13 βαθμών για να αναπτυχθούν, με τις ιδανικές να κυμαίνονται από 25 έως 30-35 βαθμούς Κελσίου. Χαρακτηριστικό των περισσότερων ειδών αυτής της κατηγορίας είναι ότι κατά τους χειμερινούς μήνες πέφτουν σε λήθαργο και αποκτούν ένα κιτρινο-καφετί χρώμα, ενώ δεν αντέχουν σε θερμοκρασίες χαμηλότερες των -15 βαθμών Κελσίου.

Αγριάδα (bermuda) Cynodon dactylon: Αποτελεί από τα πιο διαδεδομένα είδη για γκαζόν ιδιαίτερα σε θερμές καθώς και σε παραθαλάσσιες περιοχές λόγω μεγάλης αντοχής του στην αλατότητα. Έχει καλή αντοχή στο πάτημα, όμως σχετικά άγρια αίσθηση για τα γυμνά πέλματα. Έχει υψηλή ανθεκτικότητα στην ξηρασία. H αγριάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού στην ελληνική επικράτεια. Μετά από λίγους μήνες, θα έχει πνίξει τα υπόλοιπα ζιζάνια και θα έχει επικρατήσει. Το κόστος σποράς ανά τετραγωνικό είναι αρκετά χαμηλότερο από άλλα είδη που δίνουν πιο ποιοτικούς χλοοτάπητες, ενώ έχει το μειονέκτημα ότι το χειμώνα πέφτει σε λήθαργο και κιτρινίζει. Πειραματικά έχει δώσει πολύ καλά αποτελέσματα και ως βοσκή για τα ζώα (Chidrawar et al., 2011).

Πάσπαλουμ (Paspalum vaginatum): Αποτελεί ένα από τα πιο αγαπητά και ευρέως χρησιμοποιούμενα είδη για γκαζόν στα θερμά κλίματα. Έχει άριστη αντοχή στην ξηρασία προσφέροντας σημαντική εξοικονόμηση νερού, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να επιβιώσει για λίγες μέρες και κάτω από αναερόβιες συνθήκες λόγω λιμνάζοντος νερού. Δεν ευδοκιμεί στην σκιά αλλά αντέχει σε ασβεστώδη εδάφη και στην υψηλή αλατότητα. Για αυτό το λόγο συναντάται κατά κόρον σε παραθαλάσσιες περιοχές. Λόγω της αρχικά γρήγορης ανάπτυξής του και της ικανότητας να ανακάμπτει σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από καταπόνηση, χρησιμοποιείται και για αθλητική χρήση.

Κικούγιο, Pennisetum clandestinum: Η ταχύτατη ανάπτυξη, εγκατάσταση και επεκτατικότητα το καθιστά σε πολλές περιοχές ως φυτό εισβολέα (2). Αυτή όμως ακριβώς η ιδιότητά του, το κάνει ιδανικό και ως φυτό εδαφοκάλυψης. Ευημερεί σε αμμώδη εδάφη και είναι ανθεκτικό στην αλατότητα και την ξηρασία, καθιστώντας το κατάλληλο για παραθαλάσσια μέρη. Θα πρέπει να αποφεύγεται η σπορά του όταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη των 18 oC, καθώς δεν θα βλαστήσει. Είναι ανθεκτικό στο πάτημα, στην σκιά και σε ασθένειες. Έχει χαμηλές απαιτήσεις σε θρεπτικά και συνήθως προτιμάται έναντι της αγριάδας λόγω της πιο λείας υφής των φύλλων του. Ο σπόρος όμως ή αντίστοιχα ο έτοιμος χλοοτάπητας είναι αρκετά ακριβός και -αν μιλάμε για μεγάλη έκταση- το κόστος είναι πολλές φορές απαγορευτικό. 

Στενόταφρος (St. Augustine grass) Stenotaphrum secundatum: Είναι μια αρκετά δημοφιλής επιλογή χάρη στην ταχεία ανάπτυξή του και την εξαιρετική του ικανότητα να αναπτύσσεται σε σκιερά μέρη. Επιλέγεται συνήθως για γκαζόν σε αυλές, κήπου, και βοσκοτόπια στην Νότιες πολιτείες της Αμερικής, στην Αυστραλία και στην Νότια Αφρική, την Μεσόγειο και γενικά σε περιοχές με τροπικό και υποτροπικό κλίμα. Γενικά έχει μέτριες απαιτήσεις συντήρησης, καλή ανταγωνιστικότητα με τα ζιζάνια, ενώ έχει ένα καλά ανεπτυγμένο ριζικό σύστημα που συμβάλλει στην μείωση της διάβρωσης του εδάφους. Ο στενόταφρος ξεχωρίζει για την αντοχή του στα υψηλά επίπεδα αλατότητας του εδάφους άλλα για να ευημερήσει χρειάζεται ικανοποιητική εδαφική υγρασία.

Zoysia tenuifolia: Λιγότερο γνωστή στην Ευρώπη αλλά πολύ διαδεδομένη σε περιοχές της Αυστραλίας, της Ασίας και τις Νότιες Πολιτείες της Αμερικής είναι η Zoysia tenuifolia. Το είδος αυτό έχει μέτρια αντοχή στο πάτημα, ενώ έχει χαμηλές απαιτήσεις σε λίπανση (3). Παρά το γεγονός ότι έχει χαμηλό ρυθμό εγκατάστασης και ανάπτυξης, στην συνέχεια έχει καλή ανταγωνιστικότητα με τα ζιζάνια. Συχνά συνδυάζεται με τον στενόταφρο. Λόγω του πολύ αργού ρυθμού ανάπτυξης, χρειάζεται από 0 έως 2 κουρέματα το χρόνο. Είναι ιδανικό για επικλινή εδάφη και πρανή. 

Τα παραπάνω είδη συναντώνται ξεχωριστά ή και σε μίγματα ανάλογα με την συνδυαστική και ανταγωνιστική τους ικανότητα και τις εκάστοτε ανάγκες. Το λόλιουμ, η φεστούκα και η πόα είναι τα είδη που έχουν την καλύτερη συμπεριφορά σε μίγματα. Το ποσοστό του καθενός στο μίγμα μπορεί να ποικίλει. Για παράδειγμα το μίγμα Wembley περιέχει 40% Lolium perenne, 30% Festuca rubra ή arundinacea και 30% Poa pratensis. Ανάλογα με τις ανάγκες, μπορούμε να διαλέξουμε ένα μείγμα όπου η φεστούκα κυριαρχεί. Σε γενικές γραμμές για τα μίγματα προτιμούμε είδη που δρουν συνεργατικά και δεν έχουν αλληλοπαθητική ικανότητα.   

Φυσικά τα φυτικά είδη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γκαζόν και χαμηλή εδαφοκάλυψη δεν περιορίζονται στα αγρωστώδη είδη. Πολλοί προτιμούν να χρησιμοποιήσουν τοπική χλωρίδα, και ζιζάνια-αγριολούλουδα που συνήθως αφήνουν να αναπτυχθούν ελεύθερα και να ανθίσουν προσφέροντας ένα πλούσιο και ποικιλόμορφο περιβάλλον για επικονιαστές και άλλα έντομα και πουλιά. Αυτές οι συνθέσεις προτιμώνται για πρανή και μέρη που δεν πατάει κανείς καθώς τα περισσότερα τετοια είδη δεν είναι ανθεκτικά στο πάτημα. Σε αυτά μπορεί να ανήκουν ψυχανθή όπως το τριφύλλι έρπον, καθώς και οι κυπερίδες (οικογένεια Cyperaceae).

Από τα ψυχανθή, το καλλωπιστικό τριφύλλι (ή τριφυλλάκι διχόνδρα), Dichondra repens, συχνά σπέρνεται σε μίγματα με άλλα πιο «κλασσικά» είδη γκαζόν, ενώ χάρη στην ομοιόμορφη κάλυψη του εδάφους που προσφέρει, εμποδίζει άλλα ανεπιθύμητα είδη να αναπτυχθούν. Το τριφύλλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εδαφοκάλυψη σε σκιερά μέρη, πρανή και άκρες κήπων καθώς είναι πολύ ευαίσθητο στο πάτημα. Δεν απαιτεί μεγάλη φροντίδα, ενώ μπορεί να αφεθεί να αναπτύσσεται και ελεύθερο.

Τι γίνεται στην Ελλάδα;

Στη χώρα μας βλέπουμε να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής η επιλογή μιγμάτων με βάση την Φεστούκα, την Πόα και το Λόλιουμ. Τα πιο δημοφιλή μίγματα είναι το Μίγμα Θαλάσσης που συνήθως περιέχει Lolium perenne, Festuca rubra, Poa pratensis και Festuca rubra trichophylla. Επίσης πολύ δημοφιλές είναι και το μίγμα Wembley (πλούσιο βαθύ πράσινο γκαζόν που βλέπουμε στα γήπεδα ποδοσφαίρου). Στις περισσότερες περιοχές της χώρας, η σπορά των μιγμάτων αυτών πραγματοποιείται τέλη άνοιξης ή μετά κατά το φθινόπωρο. Σε μεγάλες εκτάσεις όπου το κόστος είναι σημαντικός παράγοντας (πχ ερασιτεχνικά γήπεδα ποδοσφαίρου όπου δεν υπάρχουν και οι πόροι να συντηρούνται τακτικά), επιλέγεται συνήθως η αγριάδα, η οποία ως γνωστόν έχει την ικανότητα από ένα σημείο και πέρα να προχωράει μόνη της και να καλύπτει τυχόν κενά. Σε σημεία όπου μας ενδιαφέρει η εικόνα και όχι η ανθεκτικότητα του χλοοτάπητα (π.χ. πρανή σε εισόδους εταιριών κτλ) επιλέγεται συνήθως η διχόνδρα, καθώς δίνει μια πολύ ωραία αίσθηση. 

Ποιό από τα είδη αυτά φυτρώνει πιο γρήγορα;

Σίγουρα η ταχύτητα βλάστησης επηρεάζεται από διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά για τα δεδομένα της χώρας μας ο πρωταθλητής είναι το Λόλιουμ. Δεν είναι καθόλου απίθανο κάποιος να σπείρει κατά το Μάιο ένα γυμνό χωράφι με λόλιουμ, και -μετά από καθημερινό πότισμα βέβαια- να βλέπει πράσινο σε αρκετά σημεία του οικοπέδου μετά από μόλις μία εβδομάδα. Τα είδη φεστούκας ακολουθούν στην ταχύτητα βλάστησης, ενώ τελευταία βγαίνει η αγριάδα, καθώς για να δούμε τα πρώτα πράσινα σημεία μπορεί να περάσει και ένας ολόκληρος μήνας από τη σπορά. 

Πηγές:

  1. Chidrawar VR, HR Chitme, KN Patel, NJ Patel, VR Racharla, NC Dhoraji, KR Vadalia, Journal of Young Pharmacists, 2011, 3(1), 26-35
  2. Henderson, S. P., Perkins, N. H., & Nelischer, M. (1998). Residential lawn alternatives: A study of their distribution, form and structure. Landscape and Urban Planning, 42(2-4), 135-145.
  3.  https://plants.usda.gov/home/plantProfile?symbol=PAVA
  4.  “Pennisetum clandestinum (General Impact)”. Global Invasive Species Database. Invasive Species Specialist Group. Retrieved 9 November 2008
  5.  https://www.landscapingnetwork.com/lawns/types.html